- ξαναγύρισμα
- το [ξαναγυρίζω]1. το να ξαναδίνει κάποιος ένα αντικείμενο σε αυτόν που τού ανήκει, επιστροφή2. επανάκαμψη, επάνοδος3. επανατοποθέτηση ανάποδα4. γύρισμα κινηματογραφικής ταινίας για άλλη μια φορά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξαναγύρισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξαναγυρίζω, η επιστροφή, το αναποδογύρισμα: Το ξαναγύρισμα στα παλιά δεν είναι εύκολο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανακυκλισμός — ἀνακυκλισμός, ο (Α) συμπλήρωση κύκλου, ξαναγύρισμα … Dictionary of Greek
υποστροφή — η / ὑποστροφή, ΝΜΑ [υποστρέφω] 1. η προς τα πίσω στροφή, πισωγύρισμα, ξαναγύρισμα 2. επιστροφή για αντεπίθεση, επαναστροφή 3. (σχετικά με νόσο) επανεμφάνιση, υποτροπή, υποτροπιασμός νεοελλ. 1. αλλαγή τής πορείας ιστιοφόρου πλοίου με στροφή τής… … Dictionary of Greek
αναβίωση — η ξαναγύρισμα στη ζωή, αναγέννηση: Τη ζωή, ύστερα από τη βαριά αρρώστια που είχε περάσει, την ένιωθε σαν μια αναβίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επάνοδος — η 1. επιστροφή, γυρισμός, ξαναγύρισμα. 2. σχήμα λόγου όπου οι λέξεις μιας πρότασης επαναλαμβάνονται στην επόμενη με αντίστροφη σειρά: Ψάλλει ο κύκνος· ο κύκνος απ αλάργα ψάλλει (Γ. Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαναστροφή — η 1. επιστροφή, ξαναγύρισμα, γυρισμός, ξαναρχομός. 2. (φιλοσ.), ανακύκλωση, παλιγγενεσία. 3. (ιατρ.), η κατάσταση ιστού ή οργάνου που ξαναγυρίζει σε προηγούμενα στάδια της εξέλιξής του. 4. (χημ.), το φαινόμενο της σύμπτυξης απλών σακχάρων σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επιστροφή — η 1. το να δίνεται κάτι πίσω, γύρισμα: Επιστροφή των δανεικών. 2. η επάνοδος σε κάποιο τόπο, ο γυρισμός, το ξαναγύρισμα: Η επιστροφή του ξενιτεμένου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)